μικρογραφικός

μικρογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη μικρογραφία ή γίνεται με μικρογραφία: Μικρογραφική απεικόνιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικρογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία 2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα») 3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση» (χημ. μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”